ρέγομαι

ρέγομαι
страстно желать, стремиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρέγομαι" в других словарях:

  • ρέγομαι — Ν ορέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο ] …   Dictionary of Greek

  • λειχουδεύομαι — ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι 2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • ορέγομαι — και ρέγομαι ορέχτηκα και ρέχτηκα, επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ: Ρέχτηκα να φάω σταφύλι. – Χρόνια την ορέγομαι και τη λαχταρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»